Συζήτηση του κειμένου του J. Miedzyrzecki.
Αρχίζοντας τις παρατηρήσεις μου θα ήθελα να σταθώ σε μία από τις πρώτες εντυπώσεις που αφορούν τον ‘Ήρεμο Χρόνο’. Ιδιαίτερα στην περίπτωση από την οποία προκύπτει αβίαστα η προφάνεια της θεωρητικής σύλληψης του Smadja. Η ανάγνωση του κεντρικής σημασίας περιστατικού που οργανώνει το σύνολο της πραγματείας του με εντυπωσίασε, αποτυπώθηκε, διεκδίκησε την εύκολη καταγραφή του στη μνήμη μου, μολονότι φαίνεται κατ’ αρχήν να προέρχεται από ένα σπάνιο, ασυνήθιστο κλινικό υλικό. Εντούτοις δεν μου προξένησε η εκπληκτική διαδρομή του ασθενούς δυσχέρειες προσέγγισής του, τη δυσφορία ξενικότητας. Αντίθετα μου προκάλεσε την οικειότητα που παραπέμπει στην ενσυναισθητική – empathy – πρόσβαση ενός κειμένου του οποίου η αντιπροσωπευτικότητα οδηγεί στην πρόκληση και πρόσκληση να κατανοηθεί διαμέσου της σύγκρισης του με υποκειμενικές εμπειρίες. Διαμέσου των συνηχήσεων που διέρχονται από το προσυνειδητό και συνειδητό μνημονικό υλικό του αναγνώστη μετατρέπεται, τρόπον τινά, το ίδιο το κείμενο σε συνομιλητή του.