Η σύνδεση μεταξύ της ψυχικής και της σωματικής υγείας, είναι κάτι το οποίο κάθε άνθρωπος βιώνει διαισθητικά ή ακόμα ασυνείδητα, και άλλοτε με περισσότερη επίγνωση, μέσα από την ατομική εμπειρία που αποκτά στην διάρκεια της ζωής του. Αυτό το ερώτημα έχει τεθεί και εξετασθεί από το σύνολο των πολιτισμών. Θα λέγαμε ότι αποτελεί τη βιωματική διάσταση και έκφραση του επιστημολογικού, φιλοσοφικού και σύγχρονου νευροεπιστημονικού ερωτήματος της σύνδεσης ψυχισμού ή νου και σώματος, το “binding problem”. Ο Πλάτωνας στον “Χαρμίδη”, ανέφερε ότι για κάθε άνθρωπο, η αφετηρία όλων των δεινών και όλων των καλών του σώματος, ευρίσκεται στην ψυχή. Αντίστοιχες ήταν οι διαγνωστικές και θεραπευτικές προτροπές του Ιπποκράτη ή του Ασκληπιού. Στο αναθηματικό ανάγλυφο που απεικονίζεται στην αρχική σελίδα (4ος πΧ αιώνας) αναπαρίστανται ο Ασκληπιός και η Υγεία που επισκέπτονται μία πάσχουσα γυναίκα. Πρόκειται για μία αναπαράσταση της θεραπευτικής τεχνικής της εγκοίμησης, κατά την οποία ένας ασθενής καλείτο να κοιμηθεί στον ιερό χώρο του εγκοιμητηρίου και κατά την διάρκεια του ύπνου να ονειρευθεί ένα “αποκαλυτικό” όνειρο. Η ερμηνεία του ονείρου θεωρείτο ότι αποκάλυπτε τους λόγους και την φύση της πάθησης, επιτρέποντας επίσης την θεραπεία της. Επίσης, μορφές προσέγγισης σύνδεσης της ψυχικής και σωματικής υγείας, συναντάμε στον ισλαμικό πολιτισμό του μεσαίωνα. Έκτοτε η ψυχοσωματική σκέψη γύρω από την υγεία και την ασθένεια εκφράσθηκε μέσα από πολλές και διαφορετικές απόψεις, επηρεαζόμενες από φιλοσοφικά ρεύματα και βέβαια από την απουσία επαρκών επιστημονικών γνώσεων τόσο γύρω από τους ψυχικού όσο και γύρω από τους βιολογικούς μηχανισμούς της λειτουργίας της σωματοψυχικής οντότητας.
Η σύγχρονη ιατρική, στην κλινική και θεραπευτική πράξη καθώς και ερευνητικά, βασιζόμενη σε πολλαπλά ευρήματα και παρατηρήσεις, έχει αναγνωρίσει την σημασία και την επίδραση διαφόρων ατομικών παραγόντων και καταστάσεων που χαρακτηρίζουν τον τρόπο ζωής και τον τρόπο ψυχικής λειτουργίας ενός ατόμου, στην εμφάνιση και την πορεία ή τις επιπλοκές ενός νοσήματος. Κυρίως, στις σχετικές έρευνες αναδεικνύεται ο δυναμικός χαρακτήρας των σωματοψυχικών διεργασιών και του τρόπου οργάνωσης που συνθέτουν αυτό που ονομάζουμε ως υγεία, καθώς επίσης των παθογόνων σωματοψυχικών διεργασιών των ασθενειών. Τομείς όπως η ανοσολογία, η καρδιολογία ή η ογκολογία, εξετάζουν ως εκλυτικά και ως θεραπευτικά ζητούμενα, την κατάσταση της ψυχικής υγείας των ασθενών. Η έννοια και η κλινική κατάσταση του stress, αποτελεί ίσως τον πλέον γνωστό και διερευνημένο παράγοντα στην ψυχοσωματική. Η σύνδεση αυτών των καταστάσεων με σωματικές παθήσεις έχει τεκμηριωθεί σε μεγάλο βαθμό στο επίπεδο των ψυχο-νευρο-βιολογικών μηχανισμών.
Η κλινική παρατήρηση καθώς και η θεωρητική και ερευνητική προσέγγιση της ψυχαναλυτικής ψυχοσωματικής, έδειξαν ότι η μορφή, οι λόγοι και οι συνθήκες ανάπτυξης παθογόνων μορφών ψυχικής λειτουργίας, αγχωδών ή τραυματικών καταστάσεων, συνδέεται με τον υποκειμενικό τρόπο σωματοψυχικής ανάπτυξης, οργάνωσης και λειτουργίας στην διάρκεια της ζωής κάθε ατόμου. Η κατανόηση και η θεραπευτική προσέγγιση αυτών των στοιχείων συνθέτει το πεδίο της ψυχαναλυτικής ψυχοσωματικής.
Η γαλλική ψυχοσωματική σχολή ξεκινά τη δεκαετία του πενήντα μέσα από την κλινική εργασία και την κλινική παρατήρηση σωματικών ασθενών. Οι πρωτεργάτες της γαλλικής ψυχοσωματικής, ο Pierre Marty, ο Michel Fain, ο Michel de M’Uzan και ο Christian David, ασχολήθηκαν στο πλαίσιο της νοσοκομειακής εργασίας τους αρχικά με ασθενείς με κεφαλαλγίες και ραχιαλγίες καθώς και με αλλεργικούς ασθενείς. Οι νόσοι αυτές απετέλεσαν τις πρώτες κλινικές οντότητες που περιγράφηκαν στην ψυχοσωματική βιβλιογραφία. Ακολουθούν παρουσιάσεις και δημοσιεύσεις βασισμένες σε αυτές τις κλινικές παρατηρήσεις. Το 1963 εκδίδεται το έργο «Η ψυχοσωματική διερεύνηση» των Marty, De M’Uzan και David. Τον Δεκέμβριο του 1972 ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Ψυχοσωματικής, η IPSO, από τον Marty και τον Fain, και, το 1978 άρχισε η λειτουργία του Νοσοκομείου του Ινστιτούτου, το Hôpital Poterne des Peupliers. Παράλληλα ξεκίνησε το πρόγραμμα εκπαίδευσης στην ψυχοσωματική. Στενός συνεργάτης του Marty ήταν ο Léon Kreisler ο οποίος ανέλαβε το τμήμα της ψυχοσωματικής του παιδιού και βέβαια, οι Catherine Parat, Denise Braunschweig, Rosine Debray, Marilia Aisenstein, Άννα Ποταμιάνου και οι Robert Asséo, Νίκος Νικολαΐδης, Claude Smadja, Gérard Szwec και Jacques Press που απετέλεσαν τον πυρήνα των βασικών συνεχιστών του έργου του Marty. Τέλος το 1991 ξεκίνησε η έκδοση της Revue Française de Psychosomatique. Πλέον το κλινικό μέρος των δραστηριοτήτων της IPSO έχει ενταχθεί στην τομεοποιημένη υπηρεσία Association de Santé Mentale του 13ου διαμερίσματος του Παρισιού. Σήμερα, δέκα χρόνια μετά τη δημιουργία της Διεθνούς Ένωσης Ψυχοσωματικής, υπάρχουν έξι εκπαιδευτικές ομάδες (groupes formateurs), στο Παρίσι, στην Τουλούζη, στη Γενεύη, στη Βαρκελώνη και στη Μαδρίτη, στην Αθήνα και πρόσφατα στο Buenos Aires της Αργεντινής. Χαρακτηριστικό στοιχείο του ενδιαφέροντος προς την ψυχοσωματική είναι το γεγονός ότι έχει ξεκινήσει η οργάνωση και η εκπαίδευση αντίστοιχων ομάδων στη Μόσχα, την Κωνσταντινούπολη και τη Λυών.
Η ψυχοσωματική προσέγγιση υπάρχει και σε άλλες ψυχαναλυτικές σχολές, όπως επίσης υπάρχουν ορισμένες ψυχοδυναμικές προσεγγίσεις στη διασυνδετική ψυχιατρική και την ψυχοσωματική ιατρική. Στον ψυχαναλυτικό χώρο, αναπτύχθηκε από τη δεκαετία ήδη του τριάντα, η ψυχοσωματική σκέψη και στην Αμερική. Βασικός εκπρόσωπος της είναι η σχολή του Σικάγο. Οι θεωρητικές της βάσεις ετέθησαν στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα, χρονικά παράλληλα με το έργο του Marty, από τον Franz Alexander και την Helen Dunbar. Οι οποίοι, πρότειναν τη σύνδεση συγκεκριμένων μορφών συναισθηματικής λειτουργίας και συγκεκριμένων τύπων προσωπικότητας με συγκεκριμένες μορφές σωματικής παθολογίας. Έτσι, προτάθηκε η έννοια της «νεύρωσης οργάνου», έννοια που διατυπώθηκε αρχικά από τον Ferenzci. Οι Alexander και Dunbar, όπως επίσης ο Felix Deutch αναγνωρίζουν στη βάση αυτών των μορφών συναισθηματικής λειτουργίας και προσωπικότητας, την ύπαρξη πρώιμων τραυματικών βιωμάτων και σημαντικών ναρκισσιστικών ελλειμμάτων, που προκαλούν ανεπάρκεια των ψυχικών λειτουργιών. Η προσέγγισή τους ωστόσο διαφοροποιείται από τη γαλλική ψυχοσωματική σχολή, καθώς θεωρούν ότι η εκδήλωση των οργανικών νοσημάτων συνδέεται με ενδοψυχικές συγκρούσεις. Η οπτική αυτή διαφοροποιείται από τη σχολή του Marty, όπου κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η ιδέα του «παγώματος» της ψυχικής δυναμικής που παρατηρείται στη χρηστική σκέψη. Μεγαλύτερη ίσως συνάφεια παρουσιάζει η προσέγγιση του Σιφναίου και του Nemiah το 1973, με την έννοια της «αλεξιθυμίας». Όμως το ερώτημα της ψυχοσωματικής λειτουργίας υπάρχει και έχει εξετασθεί, από αρκετούς άλλους ψυχαναλυτές, όπως τον George Groddeck, που υποστήριξε ότι το σωματικό σύμπτωμα έχει συμβολική σημασία, τον Winnicott μέσα από τις έννοιες της κατάρρευσης και της αναδίπλωσης που επιφέρει το πάγωμα των ψυχικών διεργασιών, στον αντίποδα της λειτουργίας της παλινδρόμησης μέσα από την οποία μπορούν να κρατηθούν οι σχέσεις με το αντικείμενο, τον Bion με τη λειτουργία α και την αδυναμία διαχείρισης των ενδογενών και εξωγενών διεγέρσεων, έως πιο πρόσφατα από την Joyce McDougall, η οποία αναφέρθηκε στην αρχαϊκή υστερία και την εκφόρτιση προς το σώμα συναισθηματικών καταστάσεων οι οποίες έχουν αποκλειστεί από την ψυχική διεργασία. Υπάρχει επίσης ένα ρεύμα της σημερινής ψυχοσωματικής ιατρικής και της διασυνδετικής ιατρικής που ακολουθεί μία ψυχοδυναμική προσέγγιση, εστιάζοντας για παράδειγμα στους ψυχικούς μηχανισμούς άμυνας ή σε συγκεκριμένους τύπους προσωπικότητας, οι οποίοι θεωρείται ότι συνδέονται με την εμφάνιση μίας νόσου. Σε αυτή την κατεύθυνση θα αναφέρουμε την ανάπτυξη της ψυχοσωματικής στη Γερμανία, όπου λειτουργούν πολλά νοσοκομειακά τμήματα ψυχοδυναμικής ψυχοσωματικής ιατρικής.
Η ψυχοσωματική θεωρία του Marty, βασίζεται στην ψυχαναλυτική σκέψη και ιδίως στην οικονομική διάσταση της ψυχικής λειτουργίας. Οι βασικές γραμμές της, ακολουθούν τις παρατηρήσεις του Freud για την τραυματική νεύρωση και την ενεστώσα νεύρωση τις οποίες διαφοροποίησε από τις μεταβιβαστικές νευρώσεις. Οι θέσεις του Marty απορρέουν από το αξίωμα ότι «ο άνθρωπος είναι εξ ορισμού ψυχοσωματικός» (Marty, 1990). Χαρακτηρίζονται από τις απόψεις του μονισμού ψυχισμού και σώματος, της εξελικτικής προσέγγισης και του νεοβιταλισμού. Δηλαδή τοποθετούν στη βάση της σωματοψυχικής λειτουργίας μία ζωτική αρχή η οποία κινεί τις φυσικές διεργασίες της ζωής. Η εξελικτική και νεοβιταλιστική κατεύθυνση της ψυχοσωματικής του Marty, θέτει μία εξ αρχής τάση προς την εξέλιξη και μία συνεπαγόμενη τάση προοδευτικής οργάνωσης. Η δυναμική μορφή που θα προσλάβει κάθε ξεχωριστή σωματοψυχική οντότητα καθορίζεται από τις αρχικές εξελικτικές καθώς και από τις αντίρροπες αντι-εξελικτικές ή εκφυλιστικές κινήσεις που οφείλονται στις εγγενείς ή εξωγενείς αποτυχίες της εξελικτικής πορείας, όπως επίσης, από τις κινήσεις αποδιοργάνωσης και παλινδρόμησης. Συντίθεται έτσι ένα ατομικό «σύστημα αναφοράς και άμυνας» (Marty, 1976) γύρω από τα σημεία κατάληξης ή αναχαίτισης των αντι-εξελικτικών κινήσεων.
Η κλινική διερεύνηση της ψυχοσωματικής λειτουργίας, βασίσθηκε στην εξέταση και τον ορισμό των κλινικών μορφών της χρηστικής ζωής, της χρηστικής σκέψης και της θεμελιώδους κατάθλιψης. Πρόκειται για τρόπους ψυχικής λειτουργίας οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την αγκύστρωση στο πραγματικό και την υπερπροσαρμογή στα δεδομένα της πραγματικότητας ή σε συγκεκριμένους τρόπους σκέψης, συχνά συλλογικής, αποκλείοντας τη δυνατότητα ανάπτυξης ενός υποκειμενικού και συναισθηματικά επενδυμένου τρόπου εσωτερικής λειτουργίας και σχέσης με τους άλλους. Η θεμελιώδης κατάθλιψη, δεν παρουσιάζει θετικά συμπτώματα όπως άλλες κλινικές μορφές της κατάθλιψης (συναίσθημα απογοήτευσης, ενοχής ή ντροπής). Χαρακτηρίζεται από αρνητικά συμπτώματα, απώλειας του τόνου, έκπτωσης του συναισθηματικού βιώματος, ελάττωσης ή και απουσίας της ονειρικής ζωής και συρρίκνωσης ή περιορισμού των ενδιαφερόντων και των συναισθηματικών, υποκειμενικών επενδύσεων. Η εμφάνιση αυτών των τρόπων λειτουργίας και οργάνωσης, συχνά έπεται τραυματικών βιωμάτων ή/και έντονων και διαταραχών διάχυτου άγχους. Σταδιακά, εφ’ όσον δεν είναι δυνατή η νοηματοδότηση αυτών των βιωμάτων και η συγκράτηση των αποδιοργανωτικών κινήσεων γύρω από πρωτύτερους τρόπους σωματοψυχικής οργάνωσης, όταν επομένως δεν επιτυγχάνεται η ανακίνηση αναδιοργανωτικών διεργασιών, η έκπτωση και αποδιοργάνωση των λειτουργιών τείνει προς την διαταραχή των σωματικών λειτουργιών και την εμφάνιση ενός σωματικού νοσήματος.
Η ψυχοσωματική προσέγγιση επέτρεψε την κατανόηση των μηχανισμών που συνδέονται με την ανεπάρκεια των ψυχικών διεργασιών και της ψυχικής σκέψης, την αδυναμία διαχείρισης των συγκινησιακών βιωμάτων και φορτίσεων, όπως αντίστοιχα την παρουσία έντονων και μαζικών εκφορτίσεων μέσα από την συμπεριφορά, που συναντούμε συχνά στην παθολογία του ναρκισσισμού. Έτσι, η θεωρητική, η ερευνητική και η κλινική προσέγγιση της ψυχοσωματικής, συνέτεινε στη διεύρυνση της ψυχαναλυτικής κατανόησης και της θεραπευτικής αντιμετώπισης των οριακών διαταραχών καθώς επίσης των τραυματικών καταστάσεων.
Η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση στην ψυχοσωματική αποσκοπεί στην δυνατότητα ανάκτησης, ή απόκτησης, ατομικών τρόπων και διεργασιών νοηματοδότησης και υποκειμενοποίησης των τραυματογόνων και αποδιοργανωτικών βιωμάτων. Η ψυχοσωματική ψυχοθεραπεία αποτελεί εμβάθυνση και μία μορφή εξειδίκευσης της ψυχαναλυτικής τεχνικής, με σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς το πλαίσιο καθώς και τον τρόπο θεραπευτικών παρεμβάσεων και της κατανόησης της θεραπευτικής και μεταβιβαστικής σχέσης.